- κυώ
- κυῶ, -έω (Α)1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ' ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.)2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ' αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.)3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον καὶ τὸν ἔνον καρπόνἀφαιρουμένου γὰρ θατέρου μετά κύνα, καὶ ὁ ἕτερος φανερὸς εὐθὺς κυούμενοςκυεῑ γὰρ ὥσπερ βότρυς ὁμοσχήμων», Θεόφρ.)4. (για φυτά) παράγω άνθη5. μτφ. α) κυοφορώ («ὧν κυεῑ περὶ ἐπιστήμης πειρᾱσθαι ἡμᾱς τῇ μαιευτικῇ τέχνη ἀπολῡσαι», Θεαίτ.)β) έχω βάρος («ἡ ψυχή μου διὰ τὸ ὑβρίσθαι καὶ ὀργίζεσθαι... διῆγεν... ἀεὶ τοῡτο κυοῡσα», Ξεν.)5. μέσ. κυοῡμαι, -έομαιγεννώ, τίκτω7. (το ουδ. τής μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κυούμενοντο έμβρυο που βρίσκεται στη μήτρα8. (το θηλ. τής μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ κεκυημένηη γυναίκα που γέννησε, η λεχώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυῶ ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *ku- τής ΙΕ ρίζας *keu- «φουσκώνω, πρήζομαι-οίδημα» και συνδέεται με αρχ. ινδ. śvayati «είμαι, γίνομαι ισχυρός», αόρ. aśv-a-t, με λατ. inciens «έγκυος» (πιθ. δάνεια λ. από ἔγκυος), με λατ. cumulus «σωρός» και με τους τ. κύριος, κύαρ, κοῖλος.ΠΑΡ. κύημα, κύησις, κύμααρχ.κυηρός, κυητήριος, κυητικός, κυήτωρ, κύος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυοτόκος, κυοτροφία, κύουρααρχ.-μσν.κυοφόρος. (Β' συνθετικό) έγκυοςαρχ.αποκυώ, αρρενοκυώ, εκκυώ, επικυώ, παρακυώ, προκυώ].
Dictionary of Greek. 2013.